σπογγιοβλάστωμα

σπογγιοβλάστωμα
το, Ν
1. ιατρ. τύπος γλοιώματος με βραδεία εξελικτική τάση, το οποίο εντοπίζεται στο οπτικό νεύρο, στο οπτικό χίασμα ή στο εγκεφαλικό στέλεχος, γι' αυτό και συμπεριφέρεται ως κακόηθες νεόπλασμα
2. φρ. α) πολικό σπογγιοβλάστωμα» — σπογγιοβλάστωμα με βραδεία εξελικτική τάση
β) «πολύμορφο σπογγιοβλάστωμα» — σπογγιοβλάστωμα ταχείας αναπτύξεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spongioblastoma < spongioblast (βλ. λ. σπογγιοβλάστης) + -ωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”